τους φίλους λόγων τέχναιν επαίδευσας → Using 2 artifices, you educated (taught) those who love rhetoric.
Full diacritics: γηπετής | Medium diacritics: γηπετής | Low diacritics: γηπετής | Capitals: ΓΗΠΕΤΗΣ |
Transliteration A: gēpetḗs | Transliteration B: gēpetēs | Transliteration C: gipetis | Beta Code: ghpeth/s |
ές, (πίπτω)
A falling or fallen to earth, E.Ph.668 (lyr.).
γηπετής: -ές, (πίπτω) ὁ πίπτων ἢ πεσὼν εἰς τὴν γῆν, Εὐρ. Φοιν. 668.
γηπετής (-ές (Α)
αυτός που έπεσε κάτω στο χώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γη + -πετής < πίπτω)