γκάζι

From LSJ
Revision as of 07:02, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion

Source

Greek Monolingual

και γκαζ το
1. το αεριόφως, το φωταέριο
2. το εργοστάσιο παρασκευής φωταερίου
3. περιοχή πορνείων κοντά στο εργοστάσιο παρασκευής φωταερίου της Αθήνας
4. φρ. «γυναίκα του γκαζιού» — πόρνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. gaz].