γελοιογράφος
From LSJ
Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)
Greek Monolingual
ο
ο καλλιτέχνης ή ερασιτέχνης που ασχολείται με τη γελοιογραφία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γελοίος + -γράφος < γράφω. Η λ. μαρτυρείται από το 1854 στο περιοδικό Ν. Πανδώρα από τον Φωκίονα].