ερασιτέχνης
From LSJ
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
Greek Monolingual
ο, θηλ. ερασιτέχνις
1. αυτός που. αγαπάει την τέχνη, ο φιλότεχνος
2. εκείνος που ασχολείται από αγάπη και ενδιαφέρον, όχι επαγγελματικά με τέχνη, επιστήμη, άθλημα, εργασία κ.λπ. («ερασιτέχνης φωτογράφος, ερασιτέχνης ζωγράφος, ερασιτέχνης δύτης» κ.λπ.)
3. όποιος κάνει κάτι περιστασιακά,όχι συστηματικά («ερασιτέχνης καπνιστής»)
4. φρ. «ερασιτέχνης ηθοποιός»
α) ο μη επαγγελματίας ηθοποιός
β) δόκιμος, μαθητευόμενος ηθοποιός
γ) χρησιμοποιείται από ηθοποιούς και κριτικούς με μειωτική ή και υβριστική σημασία για αδέξιο, κακό ηθοποιό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Για το α’ συνθετικό βλ. ερασίμολπος].