γκρίνια

From LSJ
Revision as of 07:02, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τους φίλους λόγων τέχναιν επαίδευσας → Using 2 artifices, you educated (taught) those who love rhetoric.

Source

Greek Monolingual

και γρίνα και γρίνια, η
1. παράπονο, μεμψιμοιρία
2. διχόνοια, διαμάχη, διαπληκτισμός (φρ., «η φτώχεια φέρνει γκρίνια»)
3. το συνεχές κλαψούρισμα τών μωρών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (διαλεκτικό ιταλ.) grigna].