διαμάχη
Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn
English (LSJ)
ἡ, a fight, struggle, πρὸς φόβους καὶ λύπας Pl.Lg.633d, cf. J.BJ6.2.8 (pl.), Ph.1.7, al., Plu.2.74c, etc.
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
1 lucha, combate c. πρός y ac. contra τὴν ἀνδρείαν ... εἶναι πρὸς φόβους καὶ λύπας διαμάχην μόνον Pl.Lg.633d, πρὸς τὰ πάθη Plu.2.74c
•c. περί lucha, combate por περὶ αὐτῆς τῆς πόλεως Pl.Lg.814a, περὶ τὸ ἱερόν I.BI 6.163
•c. gen. o dat. conflicto, lucha entre varios γελοίαν ... γίνεσθαι τὴν διαμάχην αὐτῶν Plb.29.8.2, τῶν φύσει ἀντιπάλων ... δ. Ph.2.513, cf. 2.32, c. giro prep. τὴν ἐκ φύσεως αὐτῶν διαμάχην el conflicto que surge de su propia naturaleza Ph.1.7
•sin rég. ἡ ἅμιλλα καὶ δ. Ph.1.643, cf. Gal.9.921, POxy.237.7.22 (II d.C.), 4090.16 (IV d.C.).
2 sent. dialéctico disputa, controversia ἐκ τῆς ἄντικρυς διαμάχης a partir de una controversia directa I.AI 4.150
•c. περί y gen. disputa, controversia por γενομένης παρὰ τοῖς φιλοσόφοις περὶ αὐτοῦ διαμάχης S.E.M.1.156.
German (Pape)
[Seite 589] ἡ, das Ankämpfen, der Kampf; πρὸς φόβους καὶ λύπας Plat. Legg. I, 633 d; Plut.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
combat acharné.
Étymologie: διαμάχομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δια-μάχη -ης, ἡ hevige strijd.
Russian (Dvoretsky)
διαμάχη: (ᾰ) ἡ бой, борьба (πρός τι Plat., Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
διαμάχη: ἡ, τὸ μάχεσθαι ἐναντίον, πρός τι Πλάτ. Νόμ. 633D, Πλούτ. 2. 74C, κτλ.
Greek Monolingual
η (AM διαμάχη και διαμάχησις, -εως)
φιλονικία, διένεξη, διαπάλη
αρχ.
πόλεμος, αγώνας.