γιγγλυμοειδής

From LSJ
Revision as of 07:02, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)

Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn

Menander, Monostichoi, 451
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γιγγλῠμοειδής Medium diacritics: γιγγλυμοειδής Low diacritics: γιγγλυμοειδής Capitals: ΓΙΓΓΛΥΜΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: ginglymoeidḗs Transliteration B: ginglymoeidēs Transliteration C: gigglymoeidis Beta Code: gigglumoeidh/s

English (LSJ)

ές,

   A like a hinge, τοῦ βραχίονος τὸ γ. Hp.Fract.2, Gal.2.735. Adv. -δῶς Gal.18(1).513.

Greek (Liddell-Scott)

γιγγλῠμοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς γίγγλυμον, Ἱππ. Ἀγμ. 751. - Ἐπίρρ. -δῶς Γαλην.

Spanish (DGE)

-ές
medic.
1 semejante a un gozne τοῦ ... βραχίονος τὸ γιγγλυμοειδές la articulación del codo Hp.Fract.2, cf. Gal.2.735.
2 adv. -ῶς a la manera de goznes γ. ... τοὺς σφονδύλους συγκεῖσθαι las vértebras están dispuestas como goznes Gal.18(1).513, τὸ γ. ἀλλήλοις συμβάλλειν Gal.2.735.

Greek Monolingual

γιγγλυμοειδής, -ές (Α)
όμοιος με γίγγλυμο.