σύμμικτον εἶδος κἀποφώλιον βρέφος → an infant of mixed appearance, born to sterility
το 1. άντρας προχωρημένης ηλικίας που έμεινε άγαμος (πρβλ. γεροντοκόρη)2. ακμαίος, άγαμος άντρας προχωρημένης ηλικίας.