γοργεύω
εὐνοεῖσθαι ὑπό θεῶν και ὑπό γυναικῶν → be liked by gods and women, be loved by gods and women, be favored by gods and women, be favoured by gods and women
English (LSJ)
A move rapidly, hasten, Sm.Ec.10.10, Hsch. 2 busy oneself, τινί or μετά τινος PPar.18.6.12 (ii A. D.).
Spanish (DGE)
ser diligente, aplicarse, apresurarse, ocuparse diligentemente γόργευε ὅσον δύνῃ ποιεῖν esfuérzate en hacer cuanto puedas, PMich.577.9 (I d.C.), γόργευσον τῷ υἱῷ μου ocúpate de mi hijo, PPar.18.6 (III d.C.), γόργευσον μετὰ τοῦ χωρίου PPar.18.12 (III d.C.), cf. Ephr.Syr.3.272C, Hsch.
•en v. med. mism. sent. ὁ γοργευσάμενος εἰς σοφίαν Sm.Ec.10.10, πρὸς αὐτήν (ἀγρυπνίαν) Nil.M.79.92C, cf. Papyrusbriefe 38.16 (I d.C.), c. ac. γοργευσάμεναι τὸ ξένον Mac.Aeg.Hom.4.6
•como etim. de Γοργίας Ammon.in Cat.22.8.
Greek Monolingual
γοργεύω (Α) γοργός
1. κινούμαι γρήγορα, βιάζομαι
2. απασχολούμαι με κάτι.