γοργεύω
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
English (LSJ)
A move rapidly, hasten, Sm.Ec.10.10, Hsch.
2 busy oneself, τινί or μετά τινος PPar.18.6.12 (ii A. D.).
Spanish (DGE)
ser diligente, aplicarse, apresurarse, ocuparse diligentemente γόργευε ὅσον δύνῃ ποιεῖν esfuérzate en hacer cuanto puedas, PMich.577.9 (I d.C.), γόργευσον τῷ υἱῷ μου ocúpate de mi hijo, PPar.18.6 (III d.C.), γόργευσον μετὰ τοῦ χωρίου PPar.18.12 (III d.C.), cf. Ephr.Syr.3.272C, Hsch.
•en v. med. mism. sent. ὁ γοργευσάμενος εἰς σοφίαν Sm.Ec.10.10, πρὸς αὐτήν (ἀγρυπνίαν) Nil.M.79.92C, cf. Papyrusbriefe 38.16 (I d.C.), c. ac. γοργευσάμεναι τὸ ξένον Mac.Aeg.Hom.4.6
•como etim. de Γοργίας Ammon.in Cat.22.8.
Greek Monolingual
γοργεύω (Α) γοργός
1. κινούμαι γρήγορα, βιάζομαι
2. απασχολούμαι με κάτι.