Βέβαιον οὐδέν ἐστιν ἐν θνητῷ βίῳ → Nihil, ut videtur, proprium in vita datur → Nichts Festes gibt's im Leben eines Sterblichen
γραῡς και γρηῡς και γρηΰς, η (Α)
1. γριά γυναίκα
2. (κωμικά) γέρος άντρας
3. κάβουρας
4. αφρός γάλακτος που βράζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. γριά].