γυμνόσπερμος

From LSJ
Revision as of 07:02, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)

Ἀκμὴ τὸ σύνολον οὐδὲν ἄνθους διαφέρει → Nil flore differt vegetus aetatis vigor → Des Lebens Blüte ist ganz wie der Blume Pracht

Menander, Monostichoi, 642

Spanish (DGE)

-ον
bot. gimnospermo e.e. que tiene las semillas al descubierto τῶν ... δένδρων οὐδὲν γυμνόσπερμον ἀλλ' ἢ σαρξὶ περιεχόμενον ἢ κελύφεσιν Thphr.HP 1.11.3, op. ἐναγγειόσπερμα y ἐνυμενόσπερμα Thphr.HP 8.3.4.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM γυμνόσπερμος, -ον)
(για φυτά) αυτός που έχει σπέρμα χωρίς θήκη ή περικάρπιο.