γοηρός
From LSJ
Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau
English (LSJ)
ά, όν, poet. for γοερός, Lyc. 1057, Epigr.Gr.790.7 (Dyme).
German (Pape)
[Seite 500] = γοερός, Lycophr. 1057.
Greek (Liddell-Scott)
γοηρός: -ά, -όν, ποιητ. ἀντὶ γοερός, Λυκόφρ. 1057, Ἐπιγράμμ. Ἑλλην. 790. 2.
Spanish (DGE)
-ά, -όν luctuoso φῶς Lyc.1057, cf. γοερός.
Greek Monolingual
-ά, -όν
βλ. γοερός.