και γουδόχερο, το1. κόπανος του γουδιού2. φρ. α. «το γουδί, το γουδοχέρι» — τα ίδια και τα ίδιαβ. «το γουδί, το γουδοχέρι με τον κόπανο στο χέρι» — λέγεται γι' αυτούς που επιμένουν σε παράλογα ή επαναλαμβάνουν τα ίδια.