γυρολόγος
From LSJ
Ὅπλον μέγιστόν ἐστιν ἡ ἀρετὴ βροτοῖς → Virtus hominibus arma praestantissima → Die stärkste Wehr ist für den Menschen Tüchtigkeit
Greek Monolingual
ο
πλανόδιος μικρέμπορος.
[ΕΤΥΜΟΛ. γύρος + -λόγος < λόγος < λέγω «συλλέγω» (πρβλ. καπνολόγος)].