καπνολόγος

From LSJ

τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ' ἐσθλὸν τῷδ' ἔμμεν' ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν → evil appears as good to him whose mind the god is leading to destruction (Sophocles, Antigone 622f.)

Source

Greek Monolingual


1. η καπνοδόχος
2. παροιμ. «ο καπνός να βγαίνει ίσια και ας είναι στραβός ο καπνολόγος» — το αποτέλεσμα να είναι καλό, άσχετα από την ποιότητα του οργάνου με το οποίο επιτυγχάνεται.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καπνός + -λόγος (< λόγος < λέγω), πρβλ. βιδολόγος.