δακρύβρεκτος

From LSJ
Revision as of 07:02, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὸ δὲ μέλλον ἀκριβῶς οἶδεν οὐδεὶς θνατὸς ὅπᾳ φέρεται → but as for the future no mortal knows for certain where he is bound

Source

Greek Monolingual

και δακρύβρεχτος, -η, -ο
1. ο βρεγμένος με δάκρυα
2. όποιος έχει δακρυσμένα μάτια, ο δακρυσμένος
3. (ειρωνικά, για θεατρικά κ.λπ. έργα)
εκείνος που προκαλεί εύκολη, ρηχή συγκίνηση στο κοινό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δάκρυ + βρέχω. Η λ. μαρτυρείται από το 1839 στον Νικολ. Ι. Σαρίπολο].