δακρύβρεκτος

From LSJ

ἑὰν δὲ προσποιούμενος ᾗ τὰ μαθήματά πως ἀπείρως προβάλλων, οὐκ ἔστιν αἰτίας ἔξω → But should one profess knowledge as he puts forward something in an inexperienced way, he is not without blame (Pappus 3.1.30.31f.)

Source

Greek Monolingual

και δακρύβρεχτος, -η, -ο
1. ο βρεγμένος με δάκρυα
2. όποιος έχει δακρυσμένα μάτια, ο δακρυσμένος
3. (ειρωνικά, για θεατρικά κ.λπ. έργα)
εκείνος που προκαλεί εύκολη, ρηχή συγκίνηση στο κοινό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δάκρυ + βρέχω. Η λ. μαρτυρείται από το 1839 στον Νικολ. Ι. Σαρίπολο].