δαγκωτός

From LSJ
Revision as of 07:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. αυτός που έγινε από δάγκωμα
2. όποιος έχει δάγκωμα, ο δαγκωμένος
3. (για συναρμοζόμενα πράγματα) ο προσαρμοσμένος στις αντίστοιχες εσοχές ή εξοχές του άλλου
4. φρ. «του το 'ριξα δαγκωτό» — τον καταψήφισα με επιδεικτική εμπάθεια.