γκάγκαρος

From LSJ
Revision as of 07:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ῥῆμα παρὰ καιρὸν ῥηθὲν ἀνατρέπει βίον → Vitae lues vox missa non in tempore → Ein Wort zur Unzeit stülpt das ganze Leben um

Menander, Monostichoi, 466

Greek Monolingual

ο (πληθ. γκαγκαραίοι και γκαγκόρηδες) γκάγκαρο
(συνήθως μόνο στη φρ.) «Αθηναίος γκάγκαρος» — ο γνήσιος Αθηναίος. (Περιπαικτικά επί τουρκοκρατίας σήμαινε τον αριστοκράτη Αθηναίο).