τὸ κοῖλον τοῦ ποδὸς δεῖξαι → show the heels, show a clean pair of heels, show the hollow of the foot, run away
-η, -ο (Μ δασοσκέπαστος, -ον)σκεπασμένος με δάση.[ΕΤΥΜΟΛ. < δάσος + σκεπάζω.