δασοσκέπαστος
From LSJ
γενέται καὶ πατρὶς ἔχουσιν ὀστέα → my parents and my fatherland have my bones
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ δασοσκέπαστος, -ον)
σκεπασμένος με δάση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δάσος + σκεπάζω.
γενέται καὶ πατρὶς ἔχουσιν ὀστέα → my parents and my fatherland have my bones
-η, -ο (Μ δασοσκέπαστος, -ον)
σκεπασμένος με δάση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δάσος + σκεπάζω.