δεκανέας

From LSJ
Revision as of 07:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

βάκτρῳ δ' ἐρείδου περιφερῆ στίβον χθονός → support with a staff your steps that waver on the ground

Source

Greek Monolingual

και δεκανεύς, ο
ο κατώτερος υπαξιωματικός της στρατιωτικής ιεραρχίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. δεκανός < δεκαν-ία «δεκαρχία» < λατ. decānus «δεκάρχης». Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως].