δεματικό
From LSJ
ὥστε πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας → it owned more than a thousand temple-slaves, courtesans
το (Μ δεματικόν) δέμα
σκοινί, ταινία ή λεπτός κορμός σπάρτου, βρίζας κ.λπ. με τα οποία δένουμε κάτι
νεοελλ.
δέσμη, δεμάτι κηπευτικού χόρτου («δύο δεματικά μαϊντανό»).