δημεραστία
From LSJ
λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk
[Seite 561] ἡ, Liebe zum Volke, Poll. 3, 65.
-ας, ἡ amor al pueblo Poll.3.65, cf. 9.10.
δημεραστία, η (Α)
η αγάπη προς τον δήμο, τον λαό.