δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up
-ο1. όποιος παράγει δέρμα («δερματογόνος ιστός»)2. το ουδ. ως ουσ. δερματογόνο, τοτο εξωτερικό επίστρωμα τών κυττάρων του αρχεφύτρου από τα οποία παράγεται ο δερμικός ιστός τών φυτών.