ἐλπίδες ἐν ζωοῖσιν, ἀνέλπιστοι δὲ θανόντες → hope is for the living, while the dead despair
-ο1. όποιος παράγει δέρμα («δερματογόνος ιστός»)2. το ουδ. ως ουσ. δερματογόνο, τοτο εξωτερικό επίστρωμα τών κυττάρων του αρχεφύτρου από τα οποία παράγεται ο δερμικός ιστός τών φυτών.