διάζευξη

From LSJ
Revision as of 07:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

πᾶσιν ἡμῖν κατθανεῖν ὀφείλεται → death is a debt which every one of us must pay

Source

Greek Monolingual

η (AM διάζευξις)
1. η διάκριση, η διαφοροποίηση σε δύο ανόμοια ή αντίθετα μέρη
2. το διαζύγιο, η διάλυση του γάμου
αρχ.-μσν.
διάλυση, λύση συμφωνίας, συνθήκης κ.λπ.
αρχ.
1. η αποχή από γυναίκα
2. ο συνδυασμός δύο τετραχόρδων κατά το «διαζευγμένον σύστημα».