διαλύτης
From LSJ
Εὔχου δ' ἔχειν τι, κἂν ἔχῃς, ἕξεις φίλους → Opta aliquid habeas: qui habet, is et amicos habet → Zu haben wünsche Hast du, hast du Freunde auch
English (LSJ)
[ῠ], ου, ὁ,
A dissolver, breaker-up, τῆς ἑταιρίας Th.3.82; εἰρήνης Procop.Pers.1.14.
Greek (Liddell-Scott)
διαλύτης: -ου [ῠ], ὁ, ὁ διαλύων, τῆς ἑταιρείας Θουκ. 3. 82. Οὐχὶ διαλυτής, ὡς ἐπιλύτης, καταλύτης, προλύτης, κλπ. Πρβλ. Κόντ. Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 430-435.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ 1 condonante, que perdona una deuda ὁ μέγας τῶν χρεῶν δ. ref. a Dios, Gr.Naz.Ep.69.
2 que destruye, que acaba con τῆς ἑνώσεως Dam.in Prm.265.
Greek Monolingual
ο (AM διαλύτης)
νεοελλ.
οι διαλύτες χημ.
σώματα που διαλύουν άλλα χωρίς να προκαλείται αντίδραση (σε λανθασμένη μορφή).