διατακτικός

From LSJ
Revision as of 07:04, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)

νὴ Δί᾿, ὦ φίλη γύναι, λεγε → yes, dear lady, speak | yes, dear lady, do speak up

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διατακτικός Medium diacritics: διατακτικός Low diacritics: διατακτικός Capitals: ΔΙΑΤΑΚΤΙΚΟΣ
Transliteration A: diataktikós Transliteration B: diataktikos Transliteration C: diataktikos Beta Code: diataktiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A capable of ordering, arranging, Phld.Oec.p.52 J., Ptol.Tetr.82. Adv. -κῶς Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

διατακτικός: -ή, -όν, διακριτικός, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 1. 45, Πτολεμ. Τετρ. 82.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I 1capaz de dirigir, ordenar dicho de los nacidos bajo el signo de Virgo, Vett.Val.15.9
neutr. subst. τὸ δ. capacidad de ordenar Phld.Oec.17.43.
2 que distingue, distintivo neutr. compar. como adv. -ώτερον de una manera más diferenciada, más elaborada de la gramática, S.E.M.1.45.
II adv. -ῶς
1 de forma ordenada, Gloss.2.274.
2 de manera distintiva, diferenciada ποιότητας δὲ δ. λέγουσι τὰς ἐνεργείας καὶ τὰς ποιήσεις κοινῶς Origenes Or.27.8, cf. Porph.ad Il.p.213.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM διατακτικός, -ή, -όν)
ο κατάλληλος για διάταξη, διευθέτηση
νεοελλ.
1. αυτός που σχετίζεται με διάταγμα ή διαταγή
2. το θηλ. ως ουσ. η διατακτική
έγγραφο ειδικού τύπου με το οποίο δίνεται άδεια εισπράξεως, παραλαβής, αποθήκευσης κ.λπ.
3. το ουδ. ως ουσ. το διατακτικό
το δεύτερο μέρος δικαστικής απόφασης, στο οποίο γίνονται δεκτά ή απορρίπτονται αιτήματα τών διαδίκων.