διαστολέας

From LSJ
Revision as of 07:04, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐνίοτε οἱ οἰκέται εἰς τὴν θάλασσαν ἐλαύνουσιν αὐτούς → sometimes the slaves ride them into the sea

Source

Greek Monolingual

και διαστολεύς, ο (Α διαστολεύς) διαστέλλω
νεοελλ.
1. (χειρουργ.) όργανο που χρησιμοποιείται για τη διάνοιξη στομίων ή τών τοιχωμάτων μιας κοιλότητας του σώματος, όπως της μήτρας, του στόματος κ.λπ.
2. ιατρ. μυς του σώματος που χρησιμεύει για τη διεύρυνση στομίου ή τών τοιχωμάτων μιας κοιλότητας («ο διαστολεύς της κόρης του οφθαλμού»)
αρχ.
1. εργαλείο για να ανοίγουν το στόμα τών αλόγων
2. τίτλος υπαλλήλου στην Αίγυπτο, πιθ. ταμίας («τῆς διὰ τοῡ διαστολέως ἐγγεγραμμένης», πάπυρος).