διαρρήκτης

From LSJ
Revision as of 07:04, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)

Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖModestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist

Menander, Monostichoi, 328
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαρρήκτης Medium diacritics: διαρρήκτης Low diacritics: διαρρήκτης Capitals: ΔΙΑΡΡΗΚΤΗΣ
Transliteration A: diarrḗktēs Transliteration B: diarrēktēs Transliteration C: diarriktis Beta Code: diarrh/kths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A plotter, Hsch.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ 1 el que rompe c. gen. obj., fig. τῆς εὐαρμοστίας τοῦ βίου Meth.Symp.43.
2 conspirador Hsch.

Greek Monolingual

ο
1. αυτός που κάνει διάρρηξη
2. αυτός που παραβιάζει κλειδαριές για να κλέψει.