διακρίβεια
From LSJ
οὐετρανοὶ οἱ χωρὶς χαλκῶν → veterans who have not received bronze copies of the privileges granted on discharge
Greek (Liddell-Scott)
διακρίβεια: ἡ, ἀκριβὴς τήρησις τοῦ νόμου, Ἑβδ. (γ΄ Βασ. ια΄, 33).
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
exactitud, plu. normas de exacto cumplimiento διακριβείας μου καὶ κρίσεις μου Aq.3Re.11.33.
Greek Monolingual
διακρίβεια, η (Α)
η ακριβής τήρηση του ιερού νόμου.