διάσκεψη
From LSJ
Οἱ βασιλεῖς τῇ ἐγκυκλοπαιδείᾳ, αὐτὴ τοῖς βασιλεῦσι (Salamanca inscription) → The kings for the university, and the university for the kings
Greek Monolingual
, η (AM διάσκεψις, -εως)
λεπτομερής διερεύνηση θέματος
νεοελλ.
συνδιάσκεψη, σύσκεψη αντιπροσώπων για συζήτηση θεμάτων και λήψη αποφάσεων
αρχ.
πληθ. αι διασκέψεις
τα αντικείμενα τών συζητήσεων.