δισσογονώ

From LSJ
Revision as of 07:04, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Οὐκ ἔσθ' ὑγιείας κρεῖττον οὐδὲν ἐν βίῳ → Nil sanitate vita habet beatius → Nichts gibt's im Leben als Gesundheit Besseres | Gesundheit ist des Lebens allerhöchstes Gut

Menander, Monostichoi, 408

Greek Monolingual

δισσογονῶ και διττογονῶ (-έω) (Α)
γεννώ με δύο τρόπους, είμαι και ζωοτόκος και ωοτόκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δισσός + -γονώ < -γονος < γίγνομαι.