διστακτικότητα

From LSJ
Revision as of 07:04, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336

Greek Monolingual

η
επιφυλακτικότητα, αμφιταλάντευση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < διστακτικός. Η λ. διστακτικότης μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Ακρόπολις].