δοιάκι

From LSJ
Revision as of 07:05, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἅλμην πιόντες ἐξαπῆλθον τοῦ βίου → they drank seawater and departed from life

Source

Greek Monolingual

και διάκι, το
οίαξ, μοχλός για την περιστροφή του πηδαλίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. οιάκιον, υποκοριστικό του αρχ. οίαξ «πηδάλιο». Το αρχικό δ- οφείλεται σε επίδραση του διοικώ].