δωδεκατημόριο

From LSJ
Revision as of 07:05, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (10)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

πάντες γὰρ οἱ λαβόντες μάχαιραν ἐν μαχαίρῃ ἀπολοῦνται → all they that take the sword shall perish with the sword

Source

Greek Monolingual

το (AM δωδεκατημόριον)
το ένα δωδέκατο συνόλου
νεοελλ.
το ένα δωδέκατο τών ετήσιων πιστώσεων του προϋπολογισμού του κράτους
αρχ.
1. καθένα σημείο του ζωδιακού κύκλου
2. αυτός που αποτελείται από δώδεκα μέρη.