πρὸς ἠοίων ἢ ἑσπερίων ἀνθρώπων → from men of the east or of the west
-α, -ο (AM ἐγκάρσιος, -α, -ονΑ και ἐγκάρσιος, -ον)πλάγιος, λοξόςνεοελλ.αυτός που κόβει σε μήκος ή πλάτος.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. επικάρσιος].