εγκληματικός

From LSJ
Revision as of 07:05, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (10)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Εὐδαίμονες οἷσι κακῶν ἄγευστος αἰών → Blessed are those whose lives have no taste of suffering

Sophocles, Antigone, 583

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἐγκληματικός, -ή, -ό)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο έγκλημα
νεοελλ.
αυτός που μπορεί να χαρακτηριστεί ως έγκλημα («εγκληματική αδιαφορία»)
μσν.
1. ως επίθ. ποινικός
2. ως ουσ. εγκληματίας
αρχ.
αυτός που έχει κλίση προς την κατηγορία, φιλόδικος.