έγκριση

From LSJ
Revision as of 07:05, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (10)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Θεοῦ δὲ πληγὴν οὐχ ὑπερπηδᾷ βροτός → Haud ullus umquam transilit plagam die → Kein Sterblicher springt weiter als des Gottes Schlag

Menander, Monostichoi, 251

Greek Monolingual

η (AM ἔγκρισις)
επιδοκιμασία, επικύρωση («ενήργησε μετά από έγκριση τών αρμοδίων»)
νεοελλ.
έγγραφο με το οποίο ανακοινώνεται ότι εγκρίνεται κάτι
αρχ.
1. (για αθλητές) εξέταση, παραδοχή με εκλογή
2. το σημείο όπου ενώνεται ο μηρός με τον γλουτό.