εγγραφή
From LSJ
Greek Monolingual
η (AM ἐγγραφή)
η καταχώριση σε βιβλίο ή κατάλογο του ονόματος προσώπου, πράξης ή γεγονότος
νεοελλ.
1. καταγραφή ατόμου σε κατάλογο, πίνακα με προσκόμιση πιστοποιητικών («εγγραφή στους στρατολογικούς καταλόγους, στο σχολείο», «εγγραφή συνδρομητών»)
2. καταχώριση συναλλαγών σε λογιστικά βιβλία
3. μηχανική, οπτική, μαγνητική εγγραφή ήχου σε δίσκο, μαγνητική ταινία κ.λπ.
αρχ.
1. καταγραφή στα δημόσια αρχεία
2. χάραξη επιγραφής
3. η καταγραφή όσων καταδικάστηκαν σε πρόστιμο πάνω στους ειδικούς πίνακες της Ακρόπολης.