πρόστιμο
From LSJ
Greek Monolingual
το / πρόστιμον ΝΑ
νεοελλ.
1. ποινή που συνίσταται στην καταβολή χρηματικού ποσού από υπαλλήλους που υπέπεσαν σε πειθαρχικό παράπτωμα, καθώς και το ίδιο το χρηματικό ποσό
2. (ποιν. δίκ.) χρηματική, πταισματική ποινή, επιβαλλόμενη από δικαστήριο, το ποσό της οποίας αναπροσαρμόζεται κατά καιρούς
αρχ.
χρηματική ποινή που επιβαλλόταν μετά από δικαστική απόφαση ή από τον νόμο («τοιάδε τοῖς κακῶς βουλευομένοις δίδωσι τὰ πρόστιμα ἡ δίκη», Αιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + τιμή.