τὸν ἰητρὸν δοκέει μοι ἄριστον εἶναι πρόνοιαν ἐπιτηδεύειν → it appears to me a most excellent thing for the physician to cultivate prognosis
-η, -ο (AM ἔγκριτος, -ον)
μσν.- νεοελλ.
1. (για πρόσ.) διαπρεπής, εξαίρετος («έγκριτος δικηγόρος»)
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. οι έγκριτοι
όσοι ξεχωρίζουν ή διακρίνονται («οι έγκριτοι του χωριού»)
αρχ.
αυτός που γίνεται δεκτός ή παραδεκτός.