εκθάπτω
From LSJ
Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist
και ξεθάπτω και ξεθάβω (AM ἐκθάπτω)
1. βγάζω από τον τάφο
2. γεν. ξεχώνω κάτι καλά κρυμμένο
νεοελλ.
ανακαλύπτω κάτι χαμένο ή λησμονημένο.