εἰσδανείζω
From LSJ
Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.
English (LSJ)
A lend at interest as well, Pl.R.555c.
German (Pape)
[Seite 741] durch Leihen auf Zinsen an sich bringen, Plat. Rep. VIII, 555 c.
Greek (Liddell-Scott)
εἰσδανείζω: δανείζω ἐπὶ τόκῳ, ἵνα ὠνούμενοι τὰ τῶν τοιούτων καὶ εἰσδανείζοντες ἔτι πλουσιώτεροι... γίγνωνται Πλάτ. Πολ. 555C.
Spanish (DGE)
prestar a interés Pl.R.555c.
Greek Monolingual
εἰσδανείζω (Α)
δανείζω με τόκο.