Πενίαν φέρειν καὶ γῆράς ἐστι δύσκολον → Tolerare inopiam cum senectute arduum est → Im Alter Armut zu ertragen ist gar schwer
-η, -ο (AM ἔκπληκτος, -ον)
νεοελλ.
αυτός ο οποίος κατέχεται από έκπληξη
μσν.
εκπληκτικός
αρχ.
1. αυτός που προκαλεί τρόμο, ο τρομερός
2. κατατρομαγμένος, έντρομος
3. εκείνος που τρομάζει ή θορυβείται εύκολα.