ἔκτρομος
From LSJ
Κάλλιστον ἐν κήποισι φύεται ῥόδον → Pulchrius in hortis gignitur nihil rosa → Die Rose ist das Schönste, was im Garten wächst
English (LSJ)
ον,
A trembling, v.l. for ἔντρ., Ep.Hebr.12.21; τὸν ποιοῦντα ἔ. τὴν γῆν ἅπασαν Tab.Defix.Aud.271.26 (Hadrumetum, iii A.D.).
Spanish (DGE)
-ον
que tiembla ὁρκίζω σε ... τὸν ποιοῦντα ἔκτρομον τὴν [γ] ῆν ἅπασ<αν> TDA 271.26 (Hadrumeto III d.C.), cf. PMag.4.3076.
Greek Monolingual
ἔκτρομος, -ον (Α)
αυτός που τρέμει, περίτρομος, τρομαγμένος, φοβισμένος.