ελαιόμετρο

From LSJ
Revision as of 07:07, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (11)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher

Source

Greek Monolingual

το
1. αραιόμετρο για τον προσδιορισμό της πυκνότητας τών ελαίων
2. δοκιμαστικός σωλήνας για έλεγχο της καθαρότητας του ελαιόλαδου.