ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
-α, -ο (ΑΜ ἐλάφειος, -ον)ο ελαφήσιοςαρχ.1. (για κυνηγετικό δίχτυ) κατάλληλος για την παγίδευση ελαφιού2. ο δειλός.